- νόσφιση
- η [νοσφίζω]1. σφετερισμός, ιδιοποίηση2. φρ. «νόσφιση εξουσίας» — βαρύτατες περιπτώσεις παραβίασης τών κανόνων αρμοδιότητας εκ μέρους τών οργάνων τής εκτελεστικής εξουσίας και γενικότερα τής πολιτείας εις βάρος πολιτών.
Dictionary of Greek. 2013.